- αὐτοπραγία
- αὐτο-πρᾱγία, ἡ,A free, independent action, Pl.Def.411e, Chrysipp.Stoic.3.176, Ph.2.51, Procl. in Prm.p.664S.;
ἐξουσία αὐτοπραγίας Stoic.3.86
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξουσία αὐτοπραγίας Stoic.3.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοπραγία — αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία free fem nom/voc/acc dual αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία free fem nom/voc/acc dual αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία free fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπραγία — αὐτοπραγία, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πραγία < (θ.) πραγ , πέπραγα, παρακμ. του πράσσω ( ττω)] … Dictionary of Greek
αὐτοπραγίας — αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem gen sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπραγίαν — αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπρᾱγία free fem acc sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπραγία free fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπραγώ — αὐτοπραγῶ ( έω) (Α) [αυτοπραγία] 1. ενεργώ ανεξάρτητα 2. κάνω τη δουλειά μου μόνος μου … Dictionary of Greek